ακρατοποτώ

ακρατοποτώ
(I)
ἀκρατοποτῶ (-έω) (Α)
πίνω άκρατο, ανόθευτο κρασί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρατοπότης
κατά το οἰνοπότης > οἰνοποτῶ].
————————
(II)
ἀκρατοποτῶ (-έω) (Μ) [ἀκρατοπότης ΙΙ]
πίνω ασυγκράτητα, υπερβολικά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ακρατοπότης — (I) ἀκρατοπότης, ο (Α) αυτός που πίνει άκρατο, ανόθευτο κρασί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκρατος + πότης. ΠΑΡ. αρχ. ἀκρατοποσία Ι, ἀκρατοποτῶ Ι]. (II) ο (Μ ἀκρατοπότης) αυτός που πίνει ασυγκράτητα, υπερβολικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρατής + πότης. ΠΑΡ. μσν.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”